«Μήτσο, Μήτσο τρέχα...»
«Τι τρέχει ρε γυναίκα;» είπε ο Μήτσος μου λαχανιασμένος μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα.
Κυριακή 3 Νοεμβρίου ξημέρωμα, αχάραγα η ώρα. Και δεν ξημέρωνε αυτή η Κυριακή...και δεν ξημέρωνε. Όλο το βράδυ να μη με πιάνει ύπνος...Μα σαν ξημέρωσε έκανα το μπάνιο μου, έφτιαξα τα μαλλιά μου , βάφτηκα, στολίστηκα, έβαλα τα καλά μου.
Λίγες μέρες πέρυσι πριν αλλάξει ο χρόνος του 2012, ένα πρωινό χτυπά το τηλέφωνό μου.
Ήταν στην Πέμπτη Δημοτικού όταν μια μέρα άρχισα να παρατηρώ τον Πέτρο. Έναν συμμαθητή μου από την πρώτη δημοτικού που ποτέ δεν του έδωσα καμία σημασία, ώσπου μια μέρα ο δάσκαλος μας του αγόρασε μια τυρόπιτα από το κυλικείο του σχολείου και του την πρόσφερε.
Γέμισαν οι ουρανοί,
Γύπες και αετοί.
Γέμισαν και τα βουνά.
Τσακάλια και βιολιά.
Ήσαν τα όνειρα θολά σαν λες σαν αμαρτίες .
Που μες της κόλασης χαθήκαν τις σκιές
και ήταν αυτά που γνώρισες και είδες
κομμάτια από αγιάτρευτες πληγές .
Σεργιάναγα, σεργιάναγα στους δρόμους.
Μα τα σοκάκια δεν μου φτάναν όλης της γης.
Έτσι έφτιαξα δρόμους παρανόμους.
Πιο ψηλά από πρέπει και από την ίδια την ζωή.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πει ένας άνθρωπος ευχαριστώ , εγώ διάλεξα έναν .
Αφιερωμένο στην Δήμητρα Φουντούκη για το απόθεμα ψυχής που έδωσε σε εμάς και τα παιδιά μας .Σε ευχαριστούμε...!!!
Μικρό μου καράβι ήρθε η ώρα
Ταξίδι να κάνεις αλαργινό .
Άνεμε φυσά μες τα πανιά του
και στην καρδιά του δώσε φτερά.
Πως μπόρεσες πως τόλμησες
και πως τολμάς ακόμα .
Στα χείλι σου μοιάζει βρισιά
το όνομα μου τώρα.
Πως μπόρεσες κοινέ θνητέ
το αθάνατο να πιάσεις .
Να το φωνάξεις δυνατά
χωρίς να αλαλιάσεις.